ἀντίτακτος

ἀντίτακτος
ἀντί-τακτος, ον,
A contrary, opposed, τῶν πραγμάτων ἐχόντων τι-ον Hierocl.p.60A.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντίτακτον — ἀντίτακτος contrary masc/fem acc sg ἀντίτακτος contrary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβίδες — (cebidαe). Οικογένεια πλατύρρινων πιθήκων της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Περιλαμβάνει 11 γένη με 58 είδη. Πρόκειται για ζώα μικρού έως μεγάλου μεγέθους (από 275 γρ. έως 10 κιλά), με ποικιλόχρωμο τρίχωμα και μακριά ουρά, η οποία στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”